- ἴγδισμα
- ἴγδισμαpoundingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίγδισμα — ἴγδισμα, τὸ (Α) 1. κοπάνισμα 2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. *ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»] … Dictionary of Greek
ἰγδίσματα — ἴγδισμα pounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)